σκίμπομπ

σκίμπομπ
το, Ν
άκλ. χειμερινό άθλημα στο οποίο χρησιμοποιείται ένα οδηγούμενο μονοθέσιο έλκηθρο που είναι συνδυασμός ποδηλάτου και σκι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”